Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Θυμήσου πόσα μου χάρισες, Κάκια Ξύδη

Το νέο μου μυθιστόρημα, Θυμήσου πόσα μου χάρισες, μέσα από τα μάτια της αγαπημένης φίλης και συγγραφέα Κάκιας Ξύδη. Ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου, Κάκια!

Η Νατάσα Γκουτζικίδου επανέρχεται για να μας οδηγήσει με το καινούργιο της βιβλίο στους μυστηριώδεις λαβύρινθους που μας οδηγούν τα περίεργα παιχνίδια του μυαλού και να μας υπενθυμίσει ξεχασμένες μικροχαρές παρέα με τους γλάρους και το ατέλειωτο πήγαινε- έλα των θεραπευτικών κυμάτων, που φεύγοντας παίρνουν μαζί τους και ένα κομμάτι από την θλίψη εκείνων που τα εμπιστεύονται και τους παραδίδουν την ψυχή τους. Οδηγεί τα βήματά μας μέχρι τον ερειπωμένο φάρο που το φως του έχει σβήσει χρόνια πριν για τον πολύ κόσμο. Όχι όμως και για την Μελίνα, την ηρωίδα της Νατάσας, που έχει βάλει σκοπό της ζωής της να διαλευκάνει το μυστήριο που τον καλύπτει, με αποτέλεσμα να έρθουν στο φως μυστικά που δεν φανταζόταν και αυτή η ίδια. Εκπλήξεις, αποκαλύψεις, κλειστοί φάκελοι που ξέχασαν να ανοιχτούν, οι νότες ενός πιάνου που ακούγεται από μακριά και ένα φως που ανάβει ξαφνικά στο μικρό φινιστρίνι του φάρου συνθέτουν την ιστορία της Νατάσας, η οποία πλέκει το μύθο τόσο καλά που δεν σου αφήνει καμία αμφιβολία ότι όλα αυτά έλαβαν χώρα και είναι πέρα για πέρα αληθινά. Όμως η Νατάσα ξέρει να μιλάει με τα στοιχειά τόσο του δάσους, όπως έκανε στο «Χορό της νύμφης», όσο και της θάλασσας που επιχειρεί εδώ. Ξέρει να ξετυλίγει το κουβάρι του μύθου και να σε εκπλήσσει σε κάθε σελίδα αυτού του βιβλίου όπως είχε κάνει με μεγάλη επιτυχία από το πρώτο της κιόλας μυθιστόρημα, «Το Μυστικό των αλόγων». Της ταιριάζει η μυστηριακή γραφή θα έλεγα, μιας και έχω μελετήσει όλα της τα έργα, δεδομένο ότι το ένα είναι καλύτερο από το άλλο. Αφήστε την μαγεία της γραφής της Νατάσας να σας παρασύρει για άλλη μια φορά στο «Θυμήσου πόσα μου χάρισες».

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Πλάκα, η μικρή Αθήνα του χτες...



Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου στο χάρτη υπήρχε μια όμορφη πόλη, γνωστή ως τα πέρατα του κόσμου για τον πολιτισμό της. Την έλεγαν Αθήνα και στα χώματά της έζησαν μερικές από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της ανθρωπότητας. Κάποτε, η Αθήνα ''μεγάλωσε'' και έχασε τα χρώματα της νιότης. Έγινε μια πόλη δίχως αρώματα, ενώ ακόμα το γαλάζιο του ουρανού της άρχισε σταδιακά να χάνει τη λάμψη του, να γίνεται θαμπό. Άλλαξαν όλα, τα μετάβαλλε ο χρόνος που ράγισε. Θάφτηκε η ένδοξη πόλη κάτω από μιαν άλλη, τσιμεντένια και απρόσωπη.
Κι όμως, σε μια γωνιά της, αργοσαλεύει ακόμα το παρελθόν.  Τις νύχτες ντύνεται με το φως του φεγγαριού, που ξαπλώνει να ξαποστάσει πάνω σε ναό αρχαίο και τις μέρες χάνεται πίσω από γλάστρες με κατακόκκινα γεράνια. Είναι η Πλάκα, ένας τόπος όπου οι δείχτες του ρολογιού μοιάζουν κολλημένοι σε ένα αέναο χτες. Μοιάζει στάσιμος ο χρόνος, μα θαρρώ από επιλογή. Μια ολόκληρη συνοικία που αποφάσισε να γίνει υπερασπιστής των περασμένων χρόνων.
Μικρά σπιτάκια, το ένα δίπλα στο άλλο, απλώνονται γύρω από τον ιερό χώρο της Ακροπόλεως, λες και περιφρουρούν το χτες. Κάποια χαρακτηρίζονται από τις μικρές αυλές τους, τις γεμάτες γλάστρες με λογής-λογής φυτά. Άλλα, κοιτούν με μελαγχολία την πόλη, αφού οι κάτοικοί τους τα εγκατέλειψαν σταδιακά. Όλα, όμως, θυμίζουν κάτι από νησί, την όμορφη Ανάφη, αφού Αναφιώτης ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έχτισε το σπίτι του εκεί, δίνοντας εν συνεχεία το όνομα ‘Αναφιώτικα’ στον οικισμό.
Στα Αναφιώτικα νιώθεις πως οι θόρυβοι της πολύβουης Αθήνας δεν φτάνουν, δεν καταφέρνουν να σπάσουν το αόρατο φράγμα που τα προστατεύει. Τη νύχτα, το μόνο που ακούς στα λιθόστρωτα δρομάκια δεν είναι παρά μόνο τα βήματα κάποιου διαβάτη. Οι επισκέπτες, σπάνια  κατορθώνουν να αντισταθούν στη μαγεία τους και να μην δρασκελίσουν το φανταστικό σκαλί που οδηγεί στην Αθήνα του παρελθόντος. Σε κάποια σημεία, τα δρομάκια είναι τόσο στενά, ιδίως όσο ανεβαίνεις πιο ψηλά, που δύσκολα περπατούν δύο άνθρωποι ο ένας δίπλα στον άλλον. Κάπου-κάπου, βλέπεις μερικούς ηλικιωμένους, που απέμειναν εκεί, πιστοί στα παλιά, να κάθονται έξω και να συζητούν χαμηλόφωνα. Κι αν σταθείς αρκετά τυχερός, μπορεί να δεις από καμιά τραβηγμένη  κουρτίνα, το εσωτερικό τους. Τα περισσότερο δεν είναι μεγαλύτερα από μερικά τετραγωνικά, ίσα να καλύπτουν τη βασική ανάγκη των κατοίκων, που δεν ήταν άλλη από την στέγαση. Δεν λείπουν ωστόσο και τα αρχοντόσπιτα της περιοχής.
Εκεί βρίσκεται και το πρώτο πανεπιστήμιο της χώρας. Στην πίσω πλευρά του οικήματος, υπάρχει μια μεγάλη αυλή. Φαντάζομαι, εκεί όπου κάποτε θα έκαναν τις φιλοσοφικές τους συζητήσεις και θα ξαπόσταιναν οι φοιτητές. Κάποτε, στάθηκα αρκετά τυχερή για να παρακολουθήσω πρόβες αρχαίας τραγωδίας, ενώ σε μια από τις εισόδους του, φυτρώνει μια λευκή αμυγδαλιά, που κάθε άνοιξη στολίζει το χώρο.
Όπου κι αν περπατήσεις στην Πλάκα, το βέβαιο είναι ένα: νιώθεις το άρωμα αλλοτινών εποχών να αναδύεται ελκυστικό. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να ισχύει το αντίθετο; Ολόκληρη η περιοχή αποτελεί παρακαταθήκη, αδιαμφισβήτητο θεματοφύλακα ενός ένδοξου παρελθόντος. Στα βήματά σου δεν αντηχεί η σιωπή, μα ένα ηχηρό χτες, που επιμένει να παρίσταται σε κάθε πνοή της σύγχρονης πραγματικότητας, θυμίζοντας τις αλήθειες ενός έθνους…


ΥΓ. Οι φωτογραφίες δεν είναι (δυστυχώς) δικές μου. Θα τις βρείτε στο  http://piddling.deviantart.com, μαζί με πολλές ακόμα, εξίσου μοναδικές!


Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

Θυμήσου πόσα μου χάρισες... Νατάσα Γκουτζικίδου

Μετά την αυτοκτονία της αδελφής της, η Μελίνα κλείνεται στον εαυτό της και το δωμάτιό της μετατρέπεται σε φυλακή μέχρι τη μέρα που αποφασίζει να επιστρέψει πίσω στη ζωή. Προορισμό της το γραφικό ψαροχώρι όπου περνούσε τις διακοπές των π
αιδικών της χρόνων με την οικογένειά της. Ένα σπίτι στη σκιά του παλιού φάρου, μια ιστορία αγάπης από το παρελθόν που αναμοχλεύει ζωές και μνήμες, ένας μυστηριώδης φάκελος που εξαφανίζεται την πιο καίρια στιγμή κι ένα μυστικό που θα συνδέσει παρελθόν και παρόν με τρόπο τρομαχτικό. Ποια ζωή στοιχειώνει το φάρο; Ποια μελαγχολία κρύβουν οι νότες που αντηχούν μέσα στη νύχτα από το πουθενά; Θα καταφέρει η Μελίνα να ξεδιπλώσει τον μίτο της Αριάδνης και να βγει από το λαβύρινθο που τόσο επιδέξια έχουν χτίσει γύρω της; Όταν ο εχθρός είναι περισσότερο αόρατος από όσο πιστεύεις… ''
 
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

Η λογοτεχνία του φανταστικού και άλλα.... παραμύθια.

Σαν παιδί, με θυμάμαι να κυκλοφορώ αρκετά συχνά με ένα βιβλίο στα χέρια. Δεν ξέρω πώς και γιατί, ίσως και να μην έχει σημασία, ανυπομονούσα ωστόσο να μάθω να διαβάζω. Ενίοτε, παρίστανα πως ξέρω. Έπαιρνα μια εφημερίδα του πατέρα μου και το ανάλογο σοβαρό ύφος και άρχιζα να λέω τα δικά μου, πείθοντας όποιον δεν ήξερε την ηλικία μου πως πράγματι γνωρίζω γραφή και ανάγνωση. Διάβαζα ό,τι έπεφτε στα χέρια μου δίχως διάκριση. Άλλωστε, στα παιδικά μου μάτια καθετί μπορούσε να με μυήσει στα μυστικά ενός άλλου κόσμου. Ωστόσο, πάντοτε έτρεφα ιδιαίτερη αγάπη για τη λογοτεχνία του φανταστικού. Μέσα από το συγκεκριμένο είδος 'ζωντάνευαν' νεράιδες, μάγοι, νάνοι, κύκλωπες και άλλα φανταστικά όντα, που με αφετηρία τις σελίδες κάποιου βιβλίου γίνονταν μέρος της δικής μου πραγματικότητας. Αυτός ωστόσο που έχαιρε της προτιμήσεώς μου, περισσότερο από κάθε άλλον, ήταν ο Ιούλιος Βερν. Είτε ήσουν ο συνταξιδιώτης του σε ένα ταξίδι με αερόστατο, είτε βουτούσες 20000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα, αισθανόσουν πως όλα είναι πιθανά. Η λογοτεχνία του φανταστικού είναι ένα είδος με δικούς του κώδικες. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μάκης Πανώριος, το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος χαρακτηρίζεται από το γεγονός πως αναφέρεται σε φαινόμενα αντίθετα με ό,τι η επιστήμη ορίζει ή που χαρακτηρίζονται από τη σύγκρουση μεταξύ ορθολογικού -ανορθολογικού. 
Η φανταστική λογοτεχνία, σαν είδος, κάθε άλλο παρά σύγχρονο είναι. Ανατρέχοντας πολλούς αιώνες πίσω, θα συναντήσουμε δεκάδες κείμενα όπου η μυθοπλασία και η πραγματικότητα 'συμβιώνουν΄ με έναν μοναδικό τρόπο, δίνοντάς μας έργα, όπως 'Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ', ο΄Δράκουλας', 'Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων' και δεκάδες άλλα. Τα περισσότερα από αυτά, ωστόσο, δεν είναι απλώς φανταστικές ιστορίες, αποκύημα της φαντασίας κάποιου, αλλά μέσο που χρησιμοποιείται στα χέρια ενός ικανού συγγραφέα για να καυτηριάσει τα κακώς κείμενα της εποχής του. Στις  περισσότερες περιπτώσεις, η ζοφερή ατμόσφαιρα της πραγματικότητας μεταφέρεται με τρόπο ''σκοτεινό' στις σελίδες ενός βιβλίου, παιρνώντας μηνύματα κοινωνικού και πολιτικού χαρακτήρα. 
Σαν είδος, έχει εκατομμύρια φανατικούς αναγνώστες ανά τον κόσμο, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα, όπου θα έλεγα πως είναι μάλλον... παρεξηγημένο! Ωστόσο, δεν λείπουν οι σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς που τολμούν να αναμετρηθούν με τη φαντασία τους και να δώσουν εξαίσια κείμενα. Άλλωστε, κάθε βιβλίο είναι μοναδικό και μιλά διαφορετικά στην ψυχή του καθενός μας!

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Γράφοντας...

Θυμάμαι ένα βράδυ, πρέπει να ήμουν οχτώ-εννιά χρονών, ξύπνησα τρομαγμένη μες την νύχτα. Είχα δει έναν εφιάλτη, ένα κακό όνειρο, όπως εξομολογούνται τα παιδάκια στη μαμά τους. Έτσι κι εγώ, έτρεξα στη δική μου μαμά να βρω καταφύγιο. Μέχρι σήμερα κουβαλάω ακόμα την ανάμνηση εκείνου του ονείρου, όχι επειδή δεν το έχω ξεπεράσει αλλά γιατί έβαλε τη σκέψη μου σε άλλα μονοπάτια. Αφού με καθησύχασε η μητέρα μου, επέστρεψα στο κρεβάτι μου για να διαπιστώσω πως δεν μου κολλούσε ύπνος, οπότε την επισκέπτηκα εκ νέου. Με συμβούλεψε να πω την προσευχή μου και να κοιμηθώ ήσυχη. Πράγματι, το έκανα αλλά σύντομα διαπίστωσα πως δεν έπιανε, οπότε αποφάσισα να προχωρήσω στο plan B. Κάπως έτσι διαπίστωσα πως μου άρεσε να φτιάχνω ιστορίες, τις οποίες ωστόσο ποτέ δεν θυμόμουν το επόμενο πρωί, ώστε να γράψω κάπου και νομίζω πως ούτε και με ενδιέφερε. Άλλωστε, μου φαινόταν μάλλον φυσιολογικό αυτό που έκανα, δεδομένου ότι από μικρή αγαπούσα το διάβασμα. Η δε λογοτεχνία του φανταστικού κατείχε ιδιαίτερη θέση στις προτιμήσεις μου, με τον Ιούλιο Βερν παραμάσχαλα. 
Στο δε σχολείο, δεν ήμουν παρά ένα παιδί που έγραφε απλώς καλές εκθέσεις ιδεών, χάρη σε μια πεφωτισμένη καθηγήτρια που είχε την υπομονή αλλά κυρίως την όρεξη και τη διάθεση να μας διδάξει τα μυστικά του λόγου. Η γραφή ήρθε στη ζωή μου από σύμπτωση. Εν μέρει, το χρωστάω στην αδελφή μου, Χρύσα, που είναι πάντα στο πλευρό μου και με στηρίζει. Έκτοτε, δεν έλειψε ποτέ από τη ζωή μου. Άλλωστε, το βιβλίο αποτελούσε πάντοτε αναπόσπαστο κομμάτι της. Μια τεράστια βιβλιοθήκη με βιβλία κάθε λογής, ντουλάπες επίσης γεμάτες και βόλτες σε κάθε έκθεση βιβλίου, με αγαπημένη εκείνη στο Πεδίον του Άρεως (τότε), στο Ζάπειο σήμερα. 
Οι εκθέσεις βιβλίου δεν ήταν παρά ένας κόσμος που ξανοιγόταν γοητευτικός και μυστηριώδης, με το άρωμα του χαρτιού να κυριαρχεί. Συχνά, έβλεπα τους συγγραφείς να υπογράφουν τα βιβλία τους, βιβλία που είχα αγαπήσει και τότε γεννιόταν μια απλή ερώτηση: τι να σκέφτοταν άραγε όταν το έγραφαν; Τι να τους ενέμπνευσε;  
Ο κόσμος του βιβλίου, ένας κόσμος που ήρθε απρόσμενα, όπως ανέφερα παραπάνω, και στη δική μου ζωή. Άλλοτε, με γέμισε χαρές και άλλοτε, μικρές στεναχώριες, ενώ έφερε στο δρόμο μου εκλεχτούς φίλους. Για να μην πολυλογώ άλλο, μπορώ να σκεφτώ δεκάδες λόγους που αγαπώ το βιβλίο. Ελπίζω κι εσείς το ίδιο...

Οι φωτογραφίες είναι της Χρύσας Μπαλαμπάνη από την 41η Έκθεση βιβλίου στο Ζάπειο, η οποία θα διαρκέσει μέχρι τις 23 Σεπτεμβρίου. Αξίζει τον κόπο μια βόλτα! Κυρίες μου, σας ευχαριστώ για το όμορφο απόγευμα!

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Ορκίζεσαι;



Όταν ήμαστε παιδιά και ζητούσαμε καμιά χάρη από τους γονείς μας ή από τους κολλητούς μας, συνηθίζαμε να ρωτάμε με παιδιάστικη αφέλεια: «μου το ορκίζεσαι;» λες κι αν ο άλλος ήθελε να πατήσει την υπόσχεσή του ο όρκος θα τον εμπόδιζε. Μεγαλώνοντας, πάψαμε να το λέμε. Υποτίθεται πως είμαστε ώριμοι ενήλικες, που όταν λέμε μια κουβέντα την εννοούμε. Κοινώς, αυτό λέγεται μπέσα. Φαίνεται όμως πως τελικά έχω έρθει από άλλον πλανήτη. Έτσι εξηγείται, προφανώς, γιατί μεγαλώνοντας με κοιτούσαν όλοι παραξενεμένοι. Εντάξει, ας μην υπερβάλλω. Όχι όλοι, οι μισοί. Φαίνεται πως οι υπόλοιποι κατάγονται από τον ίδιο πλανήτη με μένα. 
Τελικά, το να κρατάς το λόγο σου χωρίς περιττές φανφάρες ή το να λες κάτι και να το εννοείς, είναι μάλλον τέχνη και μάλιστα σε εξαφάνιση. Σε αυτή τη ζωή, ορισμένα πράγματα δεν εννοούνται, ούτε η περιβόητη ‘κοινή λογική’, την οποία συχνά επικαλούμαστε, υπάρχει. Αυτό με τη σειρά του, εξηγεί κάτι άλλο που δεν είχα καταλάβει στο παρελθόν: γιατί ο καθηγητής μου στο πανεπιστήμιο επέμενε τόσο να του δώσουμε τον ορισμό της κοινής λογικής, γιατί απέρριπτε επί ώρα κάθε απάντησή μας.  Γιατί απλώς, κοινή λογική δεν είναι το αυτονόητο. 
Κοινή λογική είναι αυτό που γίνεται κατανοητό από όλους κι ως εκ τούτου, όλοι το ακολουθούμε, όπως καλή ώρα συμβαίνει με τους νόμους, τα ήθη και τα έθιμα μιας κοινωνίας (λέμε τώρα). Δεν χρειάζεται τελικά τίποτα περισσότερο από λίγες σταγόνες ντομπροσύνης, κάτι που καταπώς φαίνεται απουσιάζει ως βασικό συστατικό σε πολύ κόσμο.  Αυτό, η μπέσα, η ντομπροσύνη, ονομάστε την όπως θέλετε, καθορίζει τις διαπροσωπικές μας σχέσεις, είτε αυτό λέγεται φιλία, είτε ερωτικός δεσμός, είτε επαγγελματική σχέση. Όταν επικοινωνείς αληθινά με τον άλλον, δεν προδίδεις την εμπιστοσύνη του, ακόμα κι αν αυτή η σχέση δεν υφίσταται πια. Δεκτό ότι λάθη κάνουμε όλοι. Λάθος από λάθος όμως διαφέρει. Για την ακρίβεια, διαφέρει η πρόθεση. Μα, τι σας λέω τώρα..  Άλλωστε, εγώ ήρθα από τον Άρη. Εσείς;

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

Όνειρα δίχως ουρανό, Κατερίνα Σωπύλη-Μπουγαζιανού



Πριν καιρό έφτασε στα χέρια μου ένα βιβλίο, ανέκδοτο τότε, μα γεμάτο ελπίδες και προσδοκίες για το μέλλον. Συγγραφέας του μια νεαρή γυναίκα, η Κατερίνα Σωπύλη-Μπουγαζιανού, που εναπόθεσε τα δικά της όνειρα σε μερικές κόλλες χαρτί. Η ιστορία που πραγματεύεται θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα μας. Ίσως σε μια άλλη ζωή, να κρατούσαμε εμείς τους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Είναι η ιστορία μιας σύγχρονης Ελληνίδας με πολλαπλούς ρόλους: μιας εργαζόμενης, μιας συζύγου, μιας μητέρας. Η ζωή  κυλά γοργά κι εκείνη τρέχει ξοπίσω της, μήπως και αδράξει λίγες στιγμές μόνο για εκείνην.  Η ζωή δεν είναι εύκολη όταν είσαι γυναίκα, ιδίως όταν ο σύντροφός σου, όχι μόνο μοιάζει απρόθυμος να σταθεί στο πλάι σου, αλλά κάνει και την ήδη δύσκολη καθημερινότητά σου δυσκολότερη. Μέχρι που μια μέρα, ένα ξεχασμένο συναίσθημα χτυπά την πόρτα της Μυρτούς (της πρωταγωνίστριάς μας) για να ξυπνήσει ό,τι αποκοιμήθηκε πριν καιρό. Είναι ο έρωτας, αυτό το φτερωτό αγόρι που σημαδεύει με τα βέλη του τις καρδιές των θνητών. Ένας έρωτας που ξεπηδά μέσα από την οθόνη ενός υπολογιστή ανάμεσα σε μια Ελληνίδα κι έναν Τούρκο.  Είναι η στιγμή που η ηρωίδα μας θυμάται τι σημαίνει γυναίκα, τι σημαίνει άνθρωπος με όνειρα.
Η Κατερίνα Σωπύλη-Μπουγαζιανού ξεδιπλώνει τις ιδιοτροπίες της μοίρας, τον τρόπο που ανακατεύει τα χαρτιά και ταράζει, μπερδεύει ή και ανακατώνει παντελώς τις ζωές των ανθρώπων με τρόπο απρόσμενο.  Θίγει θέματα ταμπού για ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας και υμνεί τη γυναίκα που τολμά να βγει από τα στεγανά της μικροαστικής αντίληψης και να διεκδικήσει τον χαμένο της εαυτό. Περιγράφει εξαίσια τις ανθρώπινες σχέσεις, επικεντρώνοντας την προσοχή της  στην αποξένωση και τη μοναξιά, αλλά και στην ανάγκη για συντροφικότητα. Δίνει έμφαση στα social medias, ως κυρίαρχο μέσο ενημέρωσης, αλλά και επικοινωνίας και στο πώς επιδρούν στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Τελικά, έχουν τα όνειρα ουρανό, αναρωτιέται κανείς περιπλανώμενος στις σελίδες του βιβλίου.  Προτιμώ την αισιόδοξη πλευρά του θέματος. Κάθε όνειρο έχει κάπου να ακουμπήσει, ακόμα κι αν αυτό είναι απλώς ένα μικρό συννεφάκι που περνά από δίπλα μας. Άλλος, το αντιλαμβάνεται εγκαίρως και ταξιδεύει μαζί του και άλλος, το χάνει. Τότε, δεν έχει απλώς να περιμένει το επόμενο. Όσο για την απάντηση της συγγραφέως, δεν έχετε παρά να αναζητήσετε τη νουβέλα της. Θα σας αποζημιώσει! Καλοτάξιδο, Κατερίνα!
  

Όνειρα δίχως ουρανό, Κατερίνα Σωπύλη-Μπουγαζιανού
Εκδ. Αναζητήσεις



Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

Ήρθε το φθινόπωρο...



Το φθινόπωρο ήταν πάντοτε η αγαπημένη μου εποχή, σε αντίθεση με το καλοκαίρι που με γέμιζε μελαγχολία. Μοιάζει αντιφατικό, μα δεν μου άρεσε ποτέ το γεγονός πως το καλοκαίρι η Αθήνα ερήμωνε, θυμίζοντας περισσότερο πόλη-φάντασμα. Κι αν το φθινόπωρο έχει τη φήμη της εποχής που όλα μαραζώνουν, εγώ θα διαφωνήσω.  Για μένα, το φθινόπωρο είναι εποχή ανασύστασης και γλυκιάς μελαγχολίας.
Τα δέντρα ετοιμάζονται να πετάξουν τα φύλλα τους, που σταδιακά κιτρινίζουν και πέφτουν στη γη. Γεμίζουν τα πεζοδρόμια, οι δρόμοι και οι κήποι με φύλλα ξερά, που τα πιτσιρίκια απολαμβάνουν να πατάνε ,μόνο και μόνο για να ακούσουν τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνουν καθώς σπάνε.  Ο ήλιος μοιάζει ξαφνικά λιγότερο απειλητικός. Κάνει την εμφάνισή του στον ουρανό και συντροφεύει γλυκά τις πρωινές εργασίες και τους περιπάτους, καθώς ένα δροσερό αεράκι αγκαλιάζει τα κορμιά.  
Σταδιακά, αλλάζουν τόσο οι μέρες, όσο και οι νύχτες. Μικραίνουν οι μέρες, μεγαλώνουν οι νύχτες και ψυχραίνουν.  Η πρώτη βροχούλα κάνει την εμφάνισή της δειλά. Μερικές σταγόνες στη διψασμένη γη, που καρτερά τον ερχομό της. Να έρθει και να την αναστήσει. 
Τα παιδιά ετοιμάζονται πια για την επιστροφή τους στο σχολείο. Τσάντες, τετράδια, γόμες και μολύβια. Πυρετώδεις οι προετοιμασίες, μεγαλώνει η ανυπομονησία για τη συνάντηση με τους παλιούς φίλους, τους συμμαθητές που αποχωρίστηκαν για μήνες και τώρα, έχουν τόσα να πούνε, τόσα να μοιραστούν. 
Πότε-πότε, κοιτάμε με γλυκιά μελαγχολία τις φωτογραφίες του καλοκαιριού, τότε που αφεθήκαμε στη ραστώνη και στην ανεμελιά του και υποκριθήκαμε πως οι υποχρεώσεις μπορούν να περιμένουν για λίγο...
Συχνά, ταξιδεύω πίσω στο χρόνο και θυμάμαι τον εαυτό μου παιδί, να γυρνάω από το σχολείο τις πρώτες σχολικές μέρες. Φορτωμένη με μια τσάντα στον ώμο, γεμάτη μπόλικα βιβλία, να απολαμβάνω την φθινοπωρινή λιακάδα. Μα και σαν ενήλικη, να επιστρέφω από τη δουλειά, σταματημένη σε κάποιο φανάρι, με το ραδιόφωνο να παίζει το αγαπημένο τραγούδι του καλοκαιριού και το αεράκι να δροσίζει την ψυχή μου, με την ανανεωτική πνοή που φέρνει μαζί του και με γεμίζει με την πολυπόθητη ελπίδα...  Καλό φθινόπωρο!