Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Φυλακισμένη.... (Θεατρικός μονόλογος, Νατάσα Γκουτζικίδου)



(Γυναίκα ξυπνάει από ύπνο και στέκεται μπροστά σε καθρέφτη. Η όψη της δείχνει κουρασμένη  παρότι κοιμόταν).

Ποια είναι αυτή που με κοιτάει μέσα απ’ τον καθρέφτη; Τα ξέρω αυτά τα μάτια. Κάποιαν μου θυμίζουν, μα όχι αποκλείεται. Αυτή, πέθανε καιρό πριν. Χάθηκε στου χρόνου τη σκόνη. Ήταν μια γυναίκα που πάντοτε έδινε δίχως να ζητά, δίχως να παίρνει. Μόνο έδινε και έδινε και έδινε… Μέχρι που μια μέρα δεν άντεξε άλλο και έφυγε…  Πού πήγε; Τι σημασία έχει… Άλλωστε, δεν νομίζω πως έλειψε σε κανέναν, πραγματικά…  Και τώρα; Λέτε να γύρισε; Όχι, δεν μπορεί να γύρισε. Ήταν πεθαμένη και οι νεκροί δεν ανασταίνονται.  
(Φέρνει το δάχτυλο στο στόμα να γίνει ησυχία και γυρνά προς το κοινό)
Ακούσατε κι εσείς ό, τι  κι εγώ; Νομίζω πως είναι η γυναίκα. Επέστρεψε, μα αναρωτιέμαι τι να έμαθε τόσο καιρό ζώντας ανάμεσα στους νεκρούς…
(Ξαναπηγαίνει στον καθρέφτη)
Μήπως, τελικά, αυτή η γυναίκα στέκεται και με κοιτά με βλέμμα απορημένο; Μήπως ψάχνει την αλήθεια ανάμεσα σε καπνούς και καθρέφτες;  Μα, στην αντίπερα όχθη πώς να περάσεις αν ο καθρέφτης σου είναι ραγισμένος και δείχνει την αλήθεια παραμορφωμένη; Αλήθεια, μήπως δεν φταίει ο καθρέφτης, αλλά εσύ; Εσύ, γυναίκα, επέλεξες να κλείσεις τα μάτια όταν όλα γύρω σου κραύγαζαν πως είναι ψέμα...
Και λίγο-λίγο, την έχτιζες γυναίκα τη φυλακή σου. Ψηλή, απόρθητη, απροσπέλαστη…   Κάθε μέρα κι ένα λιθαράκι. Κάθε μέρα που δεν έλεγες τίποτα απ’ όσα αισθανόσουν, έκανες πιο ισχυρά τα θεμέλιά της. Κάθε μέρα που περνούσε δίχως να απαιτείς την αγάπη που σου άξιζε, έκανες τη φυλακή απόρθητη. Μέχρι που μια μέρα κατάλαβες πως δεν μπορείς να δραπετεύσεις…  Πως μόνη σου έφτιαξες τη φυλακή σου και έβαλες δεσμώτες όχι ξένους, αλλά τον ίδιο σου τον εαυτό… Kαι ήταν αυτή η φυλακή, ο θάνατός σου… Γιατί ο θάνατος έχει πρόσωπα πολλά, ενίοτε φορά μάσκες και παραφυλά όχι μόνο στα σκοτάδια και στις σκιές, μα και στο φως… Είναι που κάποιες φορές, το φως δεν είναι αρκετά δυνατό και εύκολα σβήνει… 

Πώς να βγεις γυναίκα από μια φυλακή που εσύ επέλεξες για σένα; Δεν το καταλάβαινες στην αρχή, ούτε καν όταν τα τείχη υψώνονταν πάνω από σένα…  Μέχρι που κατάλαβες πως κλειδώθηκες μέσα με τα κλειδιά ξεχασμένα σε μια παλιά σου τσάντα…  Ξέρεις, από εκείνες τις δερμάτινες, τις ακριβές που όλο φινέτσα κρατούσες στα χέρια και όλοι έλεγαν πως η γυναίκα περνάει όμορφη και λαμπερή… Κανείς δεν ήξερε πως η γυναίκα δεν ήταν άφθαρτη και είχε ψυχή. Το είχαν ξεχάσει γιατί εσύ τους το επέτρεψες. Άφησες να πιστεύουν όλοι πως όπως η δερμάτινή σου τσάντα έτσι κι εσύ δεν παθαίνεις τίποτα. Και δεν είδε κανείς ποτέ πως το όμορφο νεανικό σου πρόσωπο ήταν η μάσκα που φορούσες μόνιμα, μην τύχει και κακοκαρδίσεις κανέναν, μην τύχει και καταλάβουν όλοι πως δεν είσαι παγωμένη βασίλισσα σε θρόνο, αλλά κοινή θνητή.
Άνθρωπος με αισθήματα και ψυχή που πονάει, κλαίει, γελάει, υποφέρει, ξεχνάει, μα έχει κι ανάγκη από αγάπη…  Ένας άνθρωπος σαν όλους τους όλους… Που έχει ανάγκη μια καλημέρα το πρωί και μια γλυκιά καληνύχτα να συντροφεύει τα όνειρά του το βράδυ…  Γυναίκα, κάποτε τα ξέχασες όλα αυτά… Ξέχασες ποια πραγματικά είσαι, τι πράγματι θες…  Καταπίεσες  επιθυμίες και θέλω… Μόνο τα πρέπει έμειναν στην επιφάνεια…  Όλα τα έθαψες μέσα σου και μαζί τους, εσένα…  Και τώρα, τι έμεινε πίσω; Το φάντασμα μιας ύπαρξης να στοιχειώνει το παρόν σου. Κοιτάς μες στον καθρέφτη και ξέρω γυναίκα, ψάχνεις τον εαυτό σου… Ένα ζευγάρι γνώριμα μάτια να σου γνέψουν πως είναι ακόμα εδώ.
Πήγαινε… Έλα, πήγαινε… Μην με κοιτάς άλλο με αυτά τα μάτια τα παράλογα οικεία. Τρέξε… Προλαβαίνεις, σου λέω. Μπορείς να γκρεμίσεις τη φυλακή, μα οι δεσμώτες δεν θα σε αφήσουν να ξεφύγεις εύκολα… Στο λέω να το θυμάσαι, γιατί ο δρόμος δεν είναι πάντα όπως τον είχαμε φανταστεί, τότε, όταν ξεκινούσαμε εκείνο το ταξίδι… Ξέρεις, από τα ταξίδια εκείνα που μοιάζουν με ανέμελες εκδρομές και από αλλού ξεκινούν κι αλλού καταλήγουν… Μα είναι φορές που σου αρκεί η διαδρομή, το  ταξίδι…
Είσαι, γυναίκα, έτοιμη να ξεκινήσεις ένα ταξίδι; Έτσι, θα είναι το γκρέμισμα της φυλακής… Ταξίδι που στο δρόμο σου θα φέρει Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες… Και  θα’ ναι πολλοί εκείνοι που θα πάρουν την μορφή μιας Καλυψούς να σε αποτρέψουν από το γκρέμισμα της φυλακής. Εσύ, γυναίκα, πρέπει να παλέψεις με όλους αυτούς και θα’ ναι στιγμές που η μάχη θα μοιάζει άνιση. Εσύ ενάντια σε όλους, μα περισσότερο ενάντια σε σένα… Θα το αντέξεις;
(Η γυναίκα κοιτάζει ολόγυρα. Κοιτάζει τα τσαλακωμένα από τον ύπνο ρούχα της και χτυπάει με δύναμη τον καθρέφτη να πέσει κάτω, να σπάσει. Κοιτά το κοινό).
Πένθιμε ενιαυτέ μου, φτάνει πια. Πόνεσες, έκλαψες, θρήνησες. Φτάνουν οι στάχτες και τα αποκαΐδια. Καιρός να αναστηθείς. Δεν ξέρω αν ποτέ θα φτάσω στον προορισμό μου, μα ξέρω πως σε ξένα παπούτσια δεν χώρεσε ποτέ κανείς…  


Ένας θεατρικός μονόλογος που γράφτηκε για την αγαπημένη φίλη, ποιήτρια και ζωγράφο, Μαίρη Γκαζιάνη.


Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Άγγελοι πολέμου,μέσα από τα μάτια της Ευδοξίας Κολυδάκη

 
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στη φίλη Ευδοξία Κολυδάκη για την κριτική της, αναφορικά με το βιβλίο μου Άγγελοι πολέμου
 
 
«Το ριζικό, η μοίρα, το πεπρωμένο…Ο,τι όνομα και αν του δώσεις, το αποτέλεσμα είναι που παραμένει. Και δεν μπορείς να ξεφύγεις ; δεν μπορείς να το αλλάξεις ; Η ανθρώπινη βούληση χάνεται ; Ισως και να μπορείς. Τις αποφάσεις εσύ τις παίρνεις. Εσύ το δρόμο χαράζεις. Τον σωστό ή τον λάθος. Μόνο που εκείνη τη στιγμή δεν ξέρεις αν έχεις πράξει ορθά. Όλα τελικά υποκειμενικά…..Κάποιες αποφάσεις αφήνεις απλά
να τις κρίνει ο χρόνος, εκείνος ο μόνος ικανός κριτής …» Απόσπασμα από το βιβλίο της Νατάσας Γκουτζικίδου «Αγγελοι Πολέμου», που τελείωσα πρόσφατα. Ένα μυθιστόρημα, το οποίο έχει πολύ καλή πλοκή, με τη ροή της ιστορίας, να περνάει, μέσα από τις προσωπικές ιστορίες, τόσο της πρωταγωνίστριάς του, όσο και των άλλων προσώπων του περιβάλλοντός της, και πλήρεις περιγραφές των χαρακτήρων, με παράθεση των συναισθημάτων, των σκέψεων και των κινήτρων τους, στοιχεία, τα οποία αναμφίβολα ικανοποιούν τον απαιτητικό αναγνώστη. Το πιο πάνω ελάχιστο απόσπασμα του, μου απέδειξε, ότι είναι ένα βιβλίο, που πέρα από το αφηγηματικό και μυθιστορηματικό του μέρος, και την αναγνωστική του απόλαυση, σίγουρα δημιουργεί σκέψεις, και προβληματισμούς, για πολλά θέματα και συγκεκριμένα, σχετικά με την δύναμη του ανθρώπου στις δύσκολες στιγμές, να παίρνει τις κατάλληλες αποφάσεις για τον εαυτό του και τις συνέπειες που αυτές έχουν στην ζωή που συνεχίζει το δρόμο της, και αν τελικά αυτές είναι σωστές ή όχι. Χαίρομαι, που γνώρισα τη γραφή της συγγραφέως, μέσα από αυτό το βιβλίο, τα συγχαρητήρια μου είναι ειλικρινή και από καρδιάς, και εύχομαι και τα επόμενα δημιουργικά βήματα, να είναι ακόμα πιο επιτυχημένα και εμπνευσμένα.

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

Εξάρες, Μαρία Κρόκου



Λένε πως η ζωή μοιάζει με παιχνίδι. Θα συμπλήρωνα πως θυμίζει περισσότερο  τυχερό παιχνίδι, μιας και τα καπρίτσια της είναι τόσα πολλά, που θαρρείς και μας εμπαίζει. Κάποιοι άλλοι θα έλεγαν πως το μόνο που χρειάζεται για να τα βγάλεις πέρα μαζί της είναι μια τυχερή ζαριά. Ντόρτια, ασσόδυο - γιατί όχι- εξάρες.
Στην περίπτωση της συγγραφέως, Μαρίας Κρόκου, φαίνεται πως Οι εξάρες ήταν ο τυχερός συνδυασμός, εκείνος που φέρει το νικηφόρο αποτέλεσμα, ενώ τολμώ να πω πως η Μαρία, όχι απλώς νίκησε, αλλά «κατατρόπωσε» τον αντίπαλο (ας μου επιτραπεί το λογοπαίγνιο) δηλ. τον αναγνώστη, κρατώντας το ενδιαφέρον του αμείωτο καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης. Σε ό, τι αφορά τον ‘αντίπαλο’, δηλ. εμένα, σίγουρα το πέτυχε και μάλιστα, με το παραπάνω.
Το βιβλίο της Μαρίας είναι ένα βιβλίο άρτιο από κάθε πλευρά.  Το μυστικό της επιτυχίας, θα έλεγα, απλό: μια ιστορία- αναφορά στις ανθρώπινες σχέσεις και στην πολυπλοκότητά τους, κοινωνικά θέματα, που αν και σε κάποιους ακούγονται ξένα ή και μακρινά, ειδικότερα στο παρελθόν, αποτελούσαν συνηθισμένη πραγματικότητα, παρότι σπάνια έβλεπαν τη δημοσιότητα και μια μοίρα, που επιμένει να περιπαίζει με κάθε τρόπο τους πρωταγωνιστές του βιβλίου.
Η συγγραφέας ρίχνει εύστοχα την πρώτη ζαριά και μας μεταφέρει αυτόματα στο νησί, εκεί όπου ζει η Θάλεια με τον πατέρα και τα αδέλφια της. Είναι νέα, όμορφη, γεμάτη ζωντάνια κι ενθουσιασμό. Ο έρωτας δεν αργεί να χτυπήσει την πόρτα της και η Θάλεια, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της γι’ αυτόν τον δεσμό, παίρνει την απόφαση να ακολουθήσει την καρδιά της και να φύγει κρυφά από το σπίτι της. Μόνο που την επόμενη ζαριά δεν θα την ρίξει εκείνη… Έξι παιδιά, που δεν θα προλάβει να κρατήσει καλά-καλά στην αγκαλιά της και μια μάνα σε ρόλο αρχαίας τραγωδίας.
Η συγγραφέας ρίχνει εύστοχα και τη δεύτερη ζαριά και η ιστορία εξελίσσεται πια σε ρυθμούς καταιγιστικούς, ενώ το πλάνο πια αλλάξει. Παραμονή Χριστουγέννων και έξι άνθρωποι εγκλωβίζονται σε ένα ασανσέρ κατά τη διάρκεια ενός δυνατού σεισμού. Έξι άνθρωποι μέχρι πρότινος άγνωστοι μεταξύ τους, αλλά που οι συνθήκες φέρνουν κοντά… Έξι άνθρωποι που για να μείνουν ζωντανοί μοιράζονται τις προσωπικές τους ιστορίες. Έξι ιστορίες με κοινό παρανομαστή…
Η Μαρία Κρόκου ξεδιπλώνει με μαεστρία τις ζωές αυτών των ανθρώπων και πλάθει χαρακτήρες, που παρά την τραγικότητά τους, έχουν καταφέρει να επιβιώσουν και να φτιάξουν καριέρες, οικογένεια και γενικότερα, να πατήσουν πάνω σε στέρεο έδαφος. Άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο.
Η γραφή της συγγραφέως είναι λιτή και κατανοητή, χωρίς πομπώδεις χαρακτηρισμούς και περιττές περιγραφές. Αντιθέτως, η πλοκή κυλάει γρήγορα, δίχως να κουράζει, ενώ σε πολλά σημεία θα την χαρακτήριζα, κινηματογραφική.
Από τα πιο δυνατά σημεία του βιβλίου, η ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού χαρακτήρων. Ίσως κάποιος να θεωρούσε κάτι τέτοιο κουραστικό ή και δύσκολο στην ανάγνωση, ωστόσο στα χέρια της Μαρίας οι χαρακτήρες παύουν να είναι απλώς μαριονέττες, αλλά παίρνουν σάρκα και οστά. Μεταμορφώνονται σε φιγούρες γνώριμες, ίσως ο άνδρας της διπλανής πόρτας ή η δασκάλα των παιδιών σου.  Κάποιος, που κάπου, κάποτε έχεις ξανασυναντήσει.
Οι ήρωες της συγγραφέως, όχι μόνο φαντάζουν οικείοι, μα κυρίως σε κάνουν να ταυτίζεσαι μαζί τους. Αυτό άλλωστε δεν είναι και η επιτυχία ενός γραφιά; Να σε κάνει να βλέπεις μέσα από τα μάτια των ηρώων του;  Κατά την άποψή μου, ναι. Αυτό είναι τουλάχιστον το ήμισυ της επιτυχίας του.
Όπως είπα και νωρίτερα, η Μαρία καταπιάνεται αριστοτεχνικά με την ανάλυση των ανθρωπίνων σχέσεων και με το πώς αυτές εξελίσσονται στο χρόνο. Οι σχέσεις πατέρα-κόρης, οι κοινωνικές προκαταλήψεις και τα στερεότυπα, η θέση της γυναίκας στην κοινωνία, η υιοθεσία… Όλα τα παραπάνω θίγονται, χωρίς ωστόσο να θίγουν.  Και στο επίκεντρο, πάντοτε τα παιχνίδια της μοίρας… Μια μικρή θεά γεμάτη τερτίπια, που άθελά τους οι κοινοί θνητοί τρέχουν να εκπληρώσουν.
Ακόμα και ο τίτλος του βιβλίου κρίνεται ως απόλυτα εύστοχος. Σε αυτό το παιχνίδι της ζωής, μόνο η Κάθαρση μπορεί να είναι μπορεί να είναι το ιδανικό αποτέλεσμα, μόνο οι εξάρες είναι αυτές που θα κάνουν τη διαφορά.
Κι εσύ, Μαρία μου, έκανες πράγματι τη διαφορά. Καλοτάξιδο το βιβλίο σου, η Λογοτεχνία μόλις κέρδισε μια εξαίρετη πένα!

Εξάρες, Μαρία Κρόκου
Εκδ. Novel Books